Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Γιατί δέν διακηρύσσεται ὁ Γέροντας Χριστοφόρος ὁ Παπουλᾶκος;


Γιατί δέν διακηρύσσεται ὁ Γέροντας Χριστοφόρος ὁ Παπουλᾶκος;

Ἄρθρο τοῦ Φωτίου Δημητρακοπούλου, καθηγητοῦ τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.



Μέ  ἀφορμή δημοσίευμα ἄρθρου τοῦ ἀρχιμ. Νεκταρίου Πέττα στήν  Ἐφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 20016, σ.σ. 2/24, 25/3 ( http://gethsimani.blogspot.gr/2016/10/blog-post_6.html ), σχετικά μέ  τήν  διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Ὁσιομαρτύρων Βλασίου καί τῶν σύν αὐτῷ, τῶν Σκλαβαίνων (Παλαίρου) Αἰτωλοακαρνανίας, θά ἤθελα νά καταθέσω μερικές σκέψεις σχετικά μέ  τό  θέμα τῆς διακηρύξεως τῶν Ἁγίων.
Ὅπως πολύ σωστά ἐπισημαίνει ὁ νεοχειροτονηθείς Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Βαρθολομαίος, καί Ἀρχιγραμματέας τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ἀφορμή τήν  διακήρυξη τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου εἰς τό  WE τοῦ NEWS 247 ( http://news247.gr/eidiseis/weekend-edition/pws-kai-giati-egine-agios-o-paisios.3251068.html ), «κατά τούς πρώτους χρόνους τῆς Χριστιανοσύνης, γιά νά ἀναγραφεῖ κάποιος Ἅγιος, ἔπρεπε νά ἔχει μαρτυρήσει, δηλαδή νά ἔχει δώσει τήν ζωή του γιά τόν Χριστό. Ἀναφερόμαστε στήν ἐποχή, ὅπου γίνονταν οἱ διωγμοί τῶν Χριστιανῶν. Μετά τήν παροχή ἐλευθερίας στήν ἔκφραση χριστιανικῆς πίστης ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντῖνο, τόν 4ο αἰ. μ.Χ., ἀναδείχθηκαν καί ἄλλοι Μάρτυρες, μέσα ἀπό τίς διάφορες ἱστορικές περιπέτειες, σέ κάθε χριστιανικό ἔθνος. Ὑπῆρχαν μάλιστα καί περιπτώσεις Μαρτύρων, σέ χρόνους πολύ πιό κοντινούς μέ τούς δικούς μας, ὅπως λ.χ. στήν κομμουνιστική περίοδο τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσης, ὅταν εἶχε ἐπιβληθεῖ ὁ ἀθεϊσμός καί ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, πού ἔχασαν τήν ζωή τους γιά τήν πίστη τους.
Μετά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ, γιά νά ἀναγραφεῖ κάποιος Ἅγιος, ἔπρεπε ἡ ζωή του νά εἶναι τό ὑπόδειγμα τῆς ἀπόλυτης ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τῆς θαυματουργίας. Δηλαδή δέν ἦταν ἀπαραίτητο νά ἔχει κάνει θαύματα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ξεχώρισαν κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, πού ἀνεδείχθησαν σέ Ἁγίους. Ὅμως βασικό κριτήριο γιά τήν ἀνάδειξη κάποιου σέ Ἅγιο, εἶναι αὐτός νά εἶναι Ἅγιος στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τότε ἔρχεται ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ἀναγνωρίσει τήν ἁγιότητα ἑνός προσώπου καί νά ἀναγράψει αὐτό τό πρόσωπο μεταξύ τῶν Ἁγίων, ὅταν διαπιστώσει τήν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς κοινῆς συνείδησης. Πρόκειται λοιπόν γιά συνδυασμό  ὑποδειγματικῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καί τήν ὕπαρξη τοῦ λαϊκοῦ αἰσθήματος, πού νά τό ἐπιβεβαιώνει. Αὐτό εἶναι τό κυριότερο κριτήριο ἀναγραφῆς στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, πέραν τοῦ μαρτυρίου.
Μέ βάση αὐτά τά κριτήρια, τίς τελευταῖες δεκαετίες εἴχαμε περιπτώσεις, ὅπως ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, γνωστός ὡς Ἱερέας στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος συνέδεσε τό ὄνομα καί τήν διακονία του μέ τήν Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στό Δήλεσι. Πρέπει μάλιστα νά σᾶς πῶ ὅτι ὁ τελευταῖος, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ Ἅγιος Παϊσιος, εἶχαν ζήσει στό Ἅγιον Ὅρος καί γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ὑπάρχει καί ἀλληλογραφία τους…
Βεβαίως ὑπάρχει μία βασική ἀρχή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά ἔχει παρέλθει ἕνα ἱκανό χρονικό διάστημα ἀπό τήν κοίμηση ἑνός προσώπου, πρίν αὐτή ἀποφανθεῖ γιά τήν ἁγιότητά του. Καί αὐτό, γιά νά ἐκλείψουν βιολογικά, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι συνδέθηκαν μαζί του καί θά εἶχαν συναισθηματικούς ἤ προσωπικούς ἤ ἄλλους λόγους, γιά νά καλλιεργήσουν τό κοινό συναίσθημα περί ἁγιότητας, εἴτε νά ἐπηρεάσουν ἀρνητικῶς τήν κοινή γνώμη περί αὐτοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ γενικός κανών. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἑξαιρέσεις καί εἰδικά γιά περιπτώσεις, πού τά κριτήρια ἁγιότητας εἶναι ἀδιάσειστα. Τέτοια περίπτωση ἦταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (14ος αἰώνας μ.Χ.), ὁ ὁποῖος πολύ λίγα χρόνια μετά τήν κοίμησή του ἀνεγράφη στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ὁ Σεβ. Σμύρνης στίς  προηγούμενες δηλώσεις του περιγράφει πολύ σωστά τά  κρατούντα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, σχετικά μέ  τήν  διακήρυξη τῶν Ἁγίων. Ἁπλά, κατά τήν  γνώμη μας, χρειάζεται διευκρίνηση τοῦ σημείου τοῦ χρόνου, κατά τόν  ὁποῖο θά  γίνει ἡ ἁγιοκατάταξη. Δέν τοποθετεῖται ἀκόμη ἐπάνω σέ  ἕνα βασικό πρόβλημα (ἴσως διότι δέν  τοῦ τέθηκε κατά τήν  συνέντευξη). Τί  γίνεται ὅταν ἡ κοινή ἐκκλησιαστική γνώμη ἀποδέχεται τήν ἁγιότητα ἑνός προσώπου καί κάποιοι Ἐπίσκοποι ἀντιδροῦν στήν ἁγιοκατάταξή του, φθάνοντας μάλιστα στά στά ὅρια τῆς ἁγιομαχίας;
Σχετικά μέ  τό πρῶτο θέμα, ἡ μελέτη του ἀποδεικνύει (μεταξύ ἄλλων ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας καί τήν ἐξαιρετική σχετική ἐργασία τοῦ Καθηγητοῦ Ἁγιολογίας Ἀντ. Μάρκου καί το πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση: http://gethsimani.blogspot.gr/2016/10/blog-post_6.html ), ὅτι δέν  ὑφίσταται κανένας χρονικός περιορισμός γιά τήν  διακήρυξη τῆς ἁγιότητας ἑνός νέου Ἁγίου,  τό   δέ  λεγόμενο  περί  ὑποχρεωτικῆς  παρόδου  100  ἐτῶν εἶναι  κοσμικό  καί  Δυτικῆς  προελεύσεως ἐφεύρημα. Γράφει  σχετικά  ὁ  Καθηγητής  Χρ. Οικονόμου:
«Ἡ  ἁγιότητα  εἶναι  δωρεά  τοῦ  Τριαδικοῦ  Θεοῦ διά  τῶν  χαρισμάτων  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος…, εἶναι  πορεία  ζωῆς  ὅλων  τῶν  πιστῶν  καί  ἐμπειρία,  πού  βιώνεται  ἀπό  τήν  ἐκκλησιαστική  κοινότητα. Γι’ αὐτό  οἱ  Χριστιανοί  ἔχουν  τό  ἀλάθητο  κριτήριο  τοῦ  λαοῦ  τοῦ  Θεοῦ καί  αὐτή  ἡ  συνείδηση  τοῦ  λαοῦ  ἀποτελεῖ  τό  ἀλάθητο  θεολογικό  κριτήριο  γιά  τήν  ἁγιότητα  καί τήν  ἀποδοχή  τοῦ  Ἁγίου  στά  Δίπτυχα  τῆς  Ἐκκλησίας…. (Γι’ αὐτό)  τά  ἰδεολογικοψυχολογικά  κριτήρια,  πού  μποροῦν  νά  ἰσχύουν  στήν  κοσμική  ζωή  καί  τήν  προπαγάνδα  τοῦ  Δυτικοῦ  ἀνθρώπου, σέ  καμμία  περίπτωση  δέν  ἰσχύουν  στήν  ἐπιστήμη  τῆς  Ἁγιολογίας. Τά  κείμενα  (ἑνός)  Ἁγίου, ἡ  διδασκαλία  καί  ἡ  ζωή  του  κρίνονται  μέσα  ἀπό  τήν  ἐμπειρία  καί  τά  γεγονότα  τῆς  Ὀρθόδοξης  Παράδοσης  καί  ὄχι  μέ  βάση  τά  κριτήρια  τῆς  ψυχολογίας  καί  τῆς  ψυχιατρικῆς, τῆς  πολιτικῆς,  καί  πολύ  περισσότερο  μέ  αὐθαίρετα  ὑποκειμενικά  κριτήρια,  πού  στοχεύουν  νά  μετατρέψουν  τήν  ἀλήθεια  σέ  ἀπάτη…(Όσοι  δέ  ἐπιχειροῦν  τήν  ἐπιβολή  τέτοιων  ἀπόψεων), «φαίνεται  νά  μή  γνωρίζουν  τίς  ἀρχές,  πού  ἐπικράτησαν  στήν  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία, σχετικά  μέ  τήν  ἀναγνώριση  τῶν  Ἁγίων», νά  εἶναι  ἐπηρεασμένοι «ἀπό  τήν  Δυτική  καί  ἰδιαίτερα  τήν  Προτεσταντική Θεολογία», νά  συγχέουν «τίς  κοσμικές  ἀπόψεις  τῆς  προπαγάνδας  καί  τοῦ marketing, μέ  τίς  ἀρχές  καί  τῆς  θεολογικές  ἀπόψεις  τῆς  ἐπιστήμης  τῆς  Ἁγιολογίας, τίς  ὁποῖες  φαίνεται  νά ἀγνοοῦν»  καί  τέλος νά  μήν  λαμβάνουν  ὑπ’ ὄψη «τά  ἁγιολογικά  δεδομένα  τῆς  Ὀρθόδοξης  Θεολογίας». (Χρ. Κ.  Οἰκονόμου, Καθηγητοῦ  καί  Προέδρου  τοῦ  Τμήματος  Ποιμαντικῆς  καί  Κοινωνικῆς  Θεολογίας  τοῦ  ΑΠΘ, «Ἡ  τῶν  ἀθεολογήτων  ἔρις  περί  τῆς  ἁγότητος  τοῦ  Νεοφύτου», Περιοδικό «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  ΒΑΡΝΑΒΑΣ», φ. Ἰαν. – Φεβρ. 2010, σελ. 20 -23).
Τήν πρός τούς Ἁγίους τιμή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διαμορφώθηκε ἤδη ἀπό τούς πρώτους Χριστιανικούς αἰῶνες, ἀρχικά ἀπένειμε τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς κάποια ἰδιαίτερη διαδικασία. Ὅσοι πάθαιναν γιά τόν Χριστό, εἴτε μαρτυροῦσαν - ἔχαναν τήν ζωή τους (Μάρτυρες), εἴτε ἐπιζοῦσαν μετά τήν δοκιμασία (Ὁμολογητές), τιμῶνταν ἀμέσως ἀπό τούς πιστούς, ἐφ’ ὅσον ἡ θυσία, τό «ὑπέρ Χριστοῦ πάσχειν», ἀρκούσε γιά τήν τιμή αὐτή. Ἀργότερα ἡ τιμή ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅσα πρόσωπα διακρίνονταν «ἐπ’ ἀρετῆ καί ἁγιότητι βίου».
Ἡ πρός τούς Μάρτυρες τιμή τῆς Ἐκκλησίας ἄρχιζε ἤδη ἀπό τούς συγχρόνους τους, οἱ ὁποῖοι «πρίν ἤ ἐκεῖνοι τελειωθῶσιν» τούς ἀπένειμαν τιμή καί σεβασμό. Αὐτή ἡ ἀναγνώριση – διαπίστωση – διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἦταν ἀπό τήν ἀρχή αὐθόρμητη καί δέν ὑπῆρχε καμμία - ἔστω τυπική – μορφή ἀναγνωρίσεως, δηλαδή ἐγκρίσεως ἤ ἀποφάσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τοπικῆς (Ἐπισκόπου) ἤ εὑρύτερης (Συνόδου). Ἐγίνετο ἁπλᾶ μέ τήν ἀποδοχή τοῦ νέου Ἁγίου ἀπό τό σῶμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τόν Κλῆρο - δηλαδή – καί τόν λαό, τούς ποιμένες καί τούς ποιμαινομένους. Κάποιες πρωτοβουλίες μάλιστα Ἐκκλησιαστικῶν Ἀρχῶν γιά τήν ἀποδοχή νέου Ἁγίου, χωρίς τήν συμμαρτυρία τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἔμειναν τελικῶς ἀνενέργητες καί δέν ἔγιναν ἀποδεκτές.
Γράφει σχετικά ὁ Καθηγητής Ἀμ. Ἀλιβιζάτος: «Ἡ καθαρῶς δημο-κρατική ἀντίληψις ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, περί ἴσων ἐν τῶ ἐκκλησιαστικῶ ὀργανισμῶ δικαιωμάτων τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν, ἀνεξαρτήτως τῆς ἀναγνωριζομένης τοῖς Κληρικοῖς Jure Divino – Θείῳ Δικαίῳ κυβερνητικῆς αὐτῶν θέσεως, καταδεικνύει καί καθορίζει τήν ἐν τῶ ἐξεταζομένῳ ζητήματι θέσιν καί συμμετοχήν ἀμφοτέρων τῶν στοιχείων αὐτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνεϋ πολλῆς δυσπιστίας ἤ οἱασδήποτε ἀμφισβητήσεως» (Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», σελ. 21).
«Σύσσωμος ἡ Ἐκκλησία – συνεχίζει – κλῆρος καί λαός, ἐν ἀδια-σπάστῳ ὁμοφωνίᾳ καί ἄνευ τυπικῶν καί ὀργανωτικῶν πράξεων, ἀνεγνώριζον τήν ἁγιότητα τῶν τιμωμένων, ἡ δέ πάνδημος αὕτη ἀναγνώρισις ἀπετέλει οἱονεί καί τήν ἐπικυρωτικήν καί καθιερωτικήν πρᾶξιν τῆς τῶν Μαρτύρων καί Ἁγίων ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ἀναγνωρίσεως» (αὐτ. σελ. 36. Πρβλ. σχετικά: Χρυσ. Παπαδοπούλου, «Περί τῆς ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Περιοδικό «Ἐκκλησία», ΙΒ/1934, σελ. 331 – 335. Μητροπ. Δέρκων Κωνσταντίνου Χαρισιάδου, «Ἡ ἀναγνώρισις Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, κατά τήν τάξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», στήν «Ἐπιστημονική παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. 1/1987, σελ. 225 – 241. Μητροπ. Σερρῶν Κωνσταντίνου, «Περί ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Περιοδικό «Θεολογία», τ. 27/1956, σελ. 609 – 615).
Ὁ τρόπος αὐτός τῆς αὐθορμήτου ἀναγνωρίσεως ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, συνεχίσθηκε ἀναλλοίωτος καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς πρώτης Χριστιανικῆς χιλιετίας, ἀλλά καί κατά τήν δεύτερη. Ὁ Μανουήλ Γεδεών ὁμολογεῖ, ὅτι «κατέταττεν εἰς τόν χορόν τῶν Ἁγίων πάντοτε ὁ λαός: Οἱ κάτοικοι πόλεως, ἐπαρχίας ἤ χωρίου ἤ μοναστηρίου, τόν ὑπ’ αὐτῶν κρινόμενον τοιοῦτον» (Μ. Γεδεών, «Ἁγιοποιήσεις», σελ. 120).
Ἀκόμη καί στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες, κατά τίς ὁποῖες κάποια ἀναγνώριση, γιά λόγους ἄλλους κατά περίπτωση, ἔφθανε νά ἀπασχολήσει τήν Ἐκκλησιαστική Ἀρχή, ὁ τελικά δικαιομένος ἦταν ὁ λαός. Κατά τόν Καθηγητή Στυλ. Παπαδόπουλο, «ἡ Σύνοδος διακηρύσσοντας τήν ἁγιότητα, δέν ἀποφασίζει – κρίνει τήν ἁγιότητα. Ἡ πράξη διακηρύξεως σημαίνει ἐδῶ πανηγυρική διακοίνωση γεγονότος ἤδη ἐμφανοῦς καί ἀποδεκτοῦ ἀπό μικρό ἤ μεγάλο ἀριθμό ἀξιοπίστων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας» (Στυλ. Παπαδοπούλου, «Διαπίστωσις καί Διακήρυξις τῆς Ἁγιότητος τῶν Ἁγίων», Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 841, σελ. 1 καί 4).
Τό ὅτι οἱ λαμβανόμενες ἀπό Ἐκκλησιαστική Ἀρχή ἀποφάσεις διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος νέων Ἁγίων, ἐξέφραζαν τήν συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποδεικνύουν καί οἱ περιπτώσεις τοῦ Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (τόν ὁποῖο ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἰσήγαγε στόν Συναξαριστή του τό 1818, 150 χρόνια πρίν ἀπό τήν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως) καί τοῦ ἐπίσης Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ ἀρχιεπ. Φαναρίου. (Βλ. Φ. Μιχαλόπουλου, «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», 1980 καί Μητροπ. Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ, «Ἀκολουθία Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ…», 1931).
Πράγματι, λοιπόν, «κατέταττεν ὁ λαός», ἡ δέ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, ἄν καί ὅποτε ὑπῆρχε, σήμαινε ἁπλῶς τήν ἐγγραφή τοῦ ἤδη τιμωμένου Ἁγίου στό Ἑορτολόγιο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ΚΠόλεως.
Ἀπό τά κρατοῦντα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν δεύτερη χιλιετία θά ἀναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος, ἀναφέρει στήν βιογραφία τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅτι μετά ἀπό ραδιουργίες τοῦ Μητροπολίτου Νικομηδείας Στεφάνου, ὁδηγήθηκε ὁ Συμεών σέ δίκη ἐνώπιον τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τῆς ΚΠόλεως μέ τήν κατηγορία, ὅτι τόν Γέροντά του Στουδίτη Μοναχό Συμεών, τόν Εὐλαβῆ, τόν θεωροῦσε Ἅγιο καί τιμοῦσε μέ μεγαλοπρέπεια τήν ἐτήσια μνήμη του. Σημειώνεται ἐδῶ ὅτι ὁ τότε Πατριάρχης ΚΠόλεως Σέργιος, «τήν μνήμην τιμῶν τοῦ Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς, ἔστελλε κατά τήν ἐπέτειον ἱεράν ἐπ’ αὐτῶ μνήμην, ἐπί καί ἕξ ἔτη, θυμιάματα καί λαμπάδας» (Μ. Γεδέων αὐτ. σελ. 121).
Ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου, ἀφοῦ ἄκουσε κατήγορο καί κατηγορούμενο, «οὐδέν μέν ἐψηφίσατο κατά τῆς αἰωνοβιότου συνηθείας τοῦ πανηγυρίζειν ἑκάστην μονήν τήν μνήμην ὡς ἄν γινώσκωσι μοναχῶν ἐπ’ αὐστηρότητι βίου καί ἐπ’ εὐσεβείᾳ» (Μ. Γεδεών αὐτ. σελ. 121). Διέταξε ὅμως καί τόν Συμεών νά περιορίσει τήν μεγαλοπρέπεια τῆς μνήμης τοῦ Γέροντός του καί νά ἀφαιρεθοῦν οἱ εἰκόνες του πού ἦσαν «πολλαχοῦ άναστηλωμέναι» (ἴσως γιά νά ἱκανοποιηθεῖ καί ὁ κατήγορος Μητροπολίτης).
Ἀπό  τήν  ὑπόθεση  αὐτή,  πού  ἀπασχόλησε  τό  Πατριαρχεῖο προκύπτει ὅτι  ὁ  ἅγ. Συμεών  τιμοῦσε  τόν  Γέροντά  του  ἀμέσως  μετά  τήν  κοίμησή  του.  Μάλιστα τό «πανηγυρίζειν ἑκάστην μονήν τήν μνήμην, ὡς ἄν γινώσκωσι μοναχῶν, ἐπ’ αὐστηρότητι βίου καί ἐπ’ εὐσεβείᾳ» - τό ὁποῖο  προϋποθέτει ὅτι  ζοῦν  οἱ  αὐτόπτες  μάρτυρες  τῆς  ζωῆς  καί  τῶν  σημείων τοῦ  τιμωμένου,  ἄρα  ἡ  πρός  αὐτόν  τιμή  ἀπονέμεται  ἀμέσως ἤ  σχεδόν  ἀμέσως  μετά  τήν  τελείωσή  του - χαρακτηρίσθηκε «αἰωνοβίοτος  συνήθεια».
Παρόμοιο εἶναι καί τό παράδειγμα τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγ. Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Ὁ ὅσ. Νικήτας ὁ Στηθάτος, ἀμέσως μετά τήν κοίμησι τοῦ ὁσ. Συμεών, ἔγραψε βιογραφικό ἐγκώμιο πρός τιμήν του καί συνέθεσε Ἀκολουθία, τήν ὁποία ἔψαλλε ἐπί τοῦ τάφου του. Σημειώνουμε ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν Μονή τοῦ ἁγ. Μάμαντος ΚΠόλεως (ὅπου εἶχε διατελέσει ἡγούμενος ὁ ὅσ. Συμεών) καί ἄλλες μονές εἶχαν εἰσαγάγει τήν μνήμη του στή λατρευτική τους καθημερινότητα (ὅπως ἐκείνη τῶν Ἰωάννου καί Φιλοθέου ΚΠόλεως).
Ἡ ὁσ. Εἰρήνη, ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοβαλάντου ΚΠόλεως, ἐτιμᾶτο ἀμέσως μετά τήν μακαρία της κοίμηση πανηγυρικά ἀπό κάποιο συγγενή της, ὁ ὁποῖος εἶχε σωθεῖ ἀπό θανατική καταδίκη διά πρεσβειῶν της καί σταδιακά ἡ μνήμη της ἐπεκτάθηκε καί ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς μετανοίας της.
Μία πλέον ἐπίσημη σχετική μαρτυρία εἶναι ὅσα εἶπε ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος ἐνώπιον τῆς κατά Κυδώνη Συνόδου, περί τῆς τιμῆς τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἕξι μόλις ἔτη μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ὁ Φιλόθεος ὁμολογεῖ τά ἀκόλουθα:
«Διά τοῦτο καί ἐγώ (ἐνν. γιά τήν ὅλη βιοτή τοῦ Γρηγορίου), ἐν τῶ μοναστηρίῳ τοῦ Ἀκαταλήπτου καθήμενος καί ἰδιάζων, περιφανῆ τινα καί μεγάλην ἑορτήν ἐπετέλουν τῷ Ἁγίῳ τούτῳ… Ἐπεί οἱ Λαυριῶται ἔγραψαν καί ἀνέφερον ἡμῖν περί τούτου, ἔγραψα πρός ἐκείνους, ἵνα πᾶς ὁ βουλόμενος ἑορτάζῃ τοῦτον κατ’ ἰδίαν… Ἐν τῇ Μεγάλῃ δέ Ἐκκλησίᾳ οὐκ ἐποιοῦμεν τοῦτο καί καθόλου ταῖς λοιπαῖς ἐκκλησίαις πανταχοῦ, ὅτι οὔπω περί τούτου τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ ἐκοινωνησάμην» (Μ. Γεδεών αὐτ. σελ. 122).
Ὁ ἴδιος Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ἀναφέρει τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, τόν ὁποῖο ὁ Θεός «ἐδόξασε διά τῶν θαυμάτων καί μήπω τῆς Ἐκκλησίας ἀναστηλωσάσης αὐτόν, ἑορτήν ἐπετέλουν περιφανῆ οἱ τοῦ μοναστηρίου αὐτοῦ μοναχοί καί τήν ἱεράν αὐτοῦ εἰκόνα ἔφερον ἐν τῆ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας».
Κατά τήν ἐξεταζομένη πάντως περίοδο ἄρχισε σταδιακά νά ἐμφανίζεται ἡ πρακτική τῆς διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος νέων Ἁγίων μέ ἀπόφαση μείζονος ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, δηλαδή Συνόδου, ἀσχέτως τοῦ χρόνου κατά τόν ὁποῖο εἶχαν κοιμηθεῖ. Οἱ σχετικές περιπτώσεις εἶναι οἱ ἐξῆς:
Τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (+ 1359), ἐπί πατριαρχείας ἁγ. Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου (1354 – 1355, 1364 – 1376), 6 χρόνια μετά τήν κοίμησή του! Τοῦ ἁγ. Γερασίμου Κεφαλληνίας (+ 1579), ἐπί πατριαρχείας Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως (+ 1638), 50 περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τοῦ ἁγ. Διονυσίου ἀρχιεπ. Αἰγίνης (+ 1622), ἐπί πατριαρχείας Γαβριήλ Γ’ (1716 – 1723), σχεδόν 100 χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τῆς Ὁσιομάρτυρος Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας (+ 1589), ἐπί πατριαρχείας Ματθαίου Β’ (1599 – 1602), 10 χρόνια μετά τήν κοίμησή της.
Τό ὅτι ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοσις καί πρακτική τῆς πρώτης χιλιετίας σχετικά μέ τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν νέων Ἁγίων, συνέχισε νά τηρεῖται καί κατά τήν δεύτερη χιλιετία, ἀκόμη καί μετά τήν ἐμφάνιση Συνοδικῶν ἀποφάσεως διακηρύξεως (15ος αἰ.), ἀποδεικνύεται καί ἀπό πραγματεία πού ἔγραψε ὁ ὅσ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος μέ τόν τίτλο «Ὅτι οἱ νέοι Μάρτυρές εἰσιν Ἅγιοι καί πρέπει νά τιμῶνται ὡς τοιοῦτοι καί ἄνευ κανονικῆς διαγνώσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας».
Πέραν  τούτων  ὑπάρχει  καί  περίπτωσις  τιμῆς  ὡς  πρός  Ἅγιον  σέ  μέλος  τῆς  Ἐκκλησίας  πού  εὑρίσκεται  ἀκόμη  στήν  ζωή. Πρόκειται  γιά  τόν  ὅσ. Νεόφυτο  τόν  Ἔγκλειστο, ὁ  ὁποῖος  ἁγιογραφήθηκε μεταξύ  δύο  Ἀγγέλων  νά  ἀναλαμβάνεται  στόν  οὐρανό! (ἡ  τοιχογραφία  αὐτή  σώζεται  στήν  Ἐγκλείστρα  του, στήν  Κύπρο. Βλ. R. Cormack. “The  Hermitage of St. Neophytos and its wall-paintings”, Dubarton Oaks Papers, 20, 1966, σελ. 119 -  206).
Ἀκόμη  ὑπάρχουν  καί  περιπτώσεις, κατά  τίς  ὁποῖες  ὁ  λαός  ἐπέβαλε  στήν  Ἐκκλησιαστική  Ἀρχή  τήν  τιμή  ὡς  πρός  Ἅγιο  σέ  συγκεκριμένα  πρόσωπα. «Θέλω  νά  ὑπογραμμίσω ὅλως  ἰδιαιτέρως - γράφει  ὁ  Χρ. Οἰκονόμου - ὅτι  ὑπάρχουν  περιπτώσεις,  κατά  τίς  ὁποίες  τό  πλήρωμα  τῆς  Ἐκκλησίας, παρά  τήν  ἀντίδραση  καί  ἄρνηση  τῶν  Ἐκκλησιαστικῶν  Ἀρχῶν, ἀναγνώρισε  καί  τίμησε  κάποιον  ὡς  Ἅγιο  καί  στή  συνέχεια  ἀξίωσε  τήν  ἀναγραφή  τοῦ  ὀνόματός  του  στά  Δίπτυχα  τῆς  Ἐκκλησίας, π.χ. Ἰωάννης  Χρυσόστομος, Συμεών ὁ  Νέος  Θεολόγος, κ.ἄ.». (αὐτ.).
Ρητορικό  τό  ἐρώτημα, ἀλλά  τό  θέτουμε: Ὁ  λαός  τῆς  ΚΠόλεως  περίμενε  νά  περάσουν  100  χρόνια, γιά  νά  τιμήσει  τόν  Ἱερό  Χρυσό-στομο  ὡς  Ἅγιο καί  γιά  νά  ἐπιβάλλει  στούς  διαδόχους του  τήν  ἐγγραφή  του  στά  Δίπτυχα; Ἀσφαλῶς  ὄχι, ἐφ’ ὅσον ἡ  διαπίστωσις  τῆς  ἁγιότητος ἔχει «ἀφετηρία  τήν  φωνή  τοῦ  λαοῦ» (Χρ. Οἰκονόμου) καί  εἶναι  «πράξη  ἐμπειρική, πού  εἶναι  ἀποτέλεσμα  θέας  τῶν  γεγονότων  τῆς  ζωῆς  καί  τῆς  δράσεως  τοῦ  Ἁγίου» (Στυλ. Παπαδόπουλος). Αὐτή  ἀκριβῶς  ἡ  «θέα»  καί  ἡ  «φωνή» προϋποθέτουν  αὐτόπτες  μάρτυρες «τῶν  γεγονότων  τῆς  ζωῆς  καί  τῆς  δράσεως  τοῦ  Ἁγίου»  καί  100  χρόνια  μετά  αὐτοί  οἱ  μάρτυρες  δέν  ὑπάρχουν, ὁπότε  ἀντί  γιά  «θέα» ἔχουμε «φήμη».
Μετά τά προηγούμενα εὐχερῶς προκύπτει τό συμπέρασμα, ὅτι δέν ὑπάρχει χρονικός περιορισμός γιά τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητος ἑνός ἱεροῦ προσώπου, λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν μάλιστα τοῦ γεγονότος, ὅτι ἀπόφασις Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς (Ἐπισκόπου ἤ Συνόδου), δέν εἶναι κἄν ἀπαραίτητη, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή «προβαίνει στήν διακήρυξη, ὄχι γιά νά ἀποκτήσει ἐγκυρότητα ὁ Ἅγιος, ἀλλά γιά νά πληροφορηθεῖ εὑρύτερα τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας…Τό Πατριαρχεῖο ἐπενέβαινε…, ὄχι γιά νά ἐγκρίνει, ἀλλά γιά νά διευρύνει τόν ἑορτασμό τῆς μνήμης του, πού ἤδη γίνοταν» (Στυλ. Παπαδοπούλου αὐτ. σελ. 3).
Ἀντιθέτως ἄν καθυστερήσει ὑπερβαλλόντως ἡ «ἐπ’ ἐκκλησίαις» διακήρυξις τῆς ἁγιότητος ἑνός ἱεροῦ προσώπου, κινδυνεύουν ἐνδεχομένως νά χαθοῦν οἱ πολύτιμες μαρτυρίες τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων τῶν ἐν ζωῇ σημείων καί θαυμάτων του. Ἐφ’ ὅσον «στήν πρώτη φάση τῆς διαδικασίας, μέ τρόπο συνήθως ἁπλό καί σπάνια συστηματικό, γίνεται διαπίστωση τοῦ γεγονότος, ὅτι τό τάδε ἀποθανόν μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶχε καί ἔχει χαρίσματα Ἁγίου. Πρόκειται γιά πράξη ἐμπειρική, πού εἶναι ἀποτέλεσμα θέας τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου, ἀλλά καί γνώσεως, πού ἀποκτᾶται μέσῳ ἀφηγήσεων ἤ γραπτῶν μαρτυριῶν…(καί) ἡ Σύνοδος, διακηρύσσοντας τήν ἁγιότητα, δέν ἀποφασίζει – κρίνει τήν ἁγιότητα (ἀλλά) πράξη διακηρύξεως σημαίνει ἐδῶ πανηγυρική διακοίνωση γεγονότος ἤδη ἐμφανοῦς καί ἀποδεκτοῦ ἀπό μικρό ἤ μεγάλο ἀριθμό ἀξιοπίστων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας» (Στυλ. Παπαδοπούλου αὐτ. φ. 843, σελ. 1 καί 4).
Στήν περιοχή τῆς γενέτειράς μου Ἀχαΐας καί εὐρύτερα τῆς Πελοποννήσου, ἐκκρεμεῖ μία τουλάχιστον κραυγαλέα περίπτωση ἀσυμφωνίας Ποιμένων (ἑνός εὐτυχῶς)  καί ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ὁ Ὁμολογητής τῆς Βαυαροκρατίας Ὅσιος Χριστοφόρος ὁ Παπουλᾶκος, ὁ ἡρωϊκός κήρυκας τῆς Ὀρθοδοξίας, πού συγκρούστηκε μέ τήν παπική κεφαλή τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τόν Βασιλιά Ὄθωνα καί τούς προσκυνημένους Δεσποτάδες τῆς ἐποχῆς του (βλ. περιστατικό μέ τόν Μῆτρο, πού ἔγινε Δεσπότης), γιατί δέν ἐγγράφεται στό Ἁγιολόγιο; Ἐπειδή ἀντιδρᾶ συγκεκριμένος Μητροπολίτης τῆς Πελοποννήσου; Κάποιος γνώστης τοῦ τόπου, τοῦ προσώπου καί τοῦ θέματος εἶπε: «Ὑπομονή, ἔρχεται τό δρέπανο τοῦ θανάτου, εἶναι 84 ἐτῶν, ὁ ἑπόμενος θά τό σκεφθεῖ διαφορετικά».
Ἐν βρασμῷ ψυχῆς, γιά τό ἄδικο!


Δεν υπάρχουν σχόλια: